τσακί

τσακί
το / τζακίον, ΝΜ, και τζακί και τ. αρσ. τσακής, ο, Ν
πτυσσόμενο μαχαιρίδιο, σουγιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, απαντούν και στη Γερμανική τ. Sachs, Sax με σημ. «σουγιάς», από τους οποίους προήλθε το ελλ. τσακί / τζακίον (πρβλ. και τσακίζω, τσακώνω), ενώ είναι πιθ. ότι όλοι οι τ. αυτοί ανάγονται στο λατ. seco «τέμνω, κόβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τζακί — Χώρος, που χρησιμοποιείται για την καύση ξύλων με σκοπό τη θέρμανση και ο οποίος αποτελείται από την εστία, τον καπναγωγό και το τμήμα της καπνοδόχου, που βρίσκεται κάτω από τη στέγη. Το τ. εμφανίζεται στις πατροπαράδοτες μορφές του κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… …   Dictionary of Greek

  • τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… …   Dictionary of Greek

  • Villa Electra — (Бенитсес,Греция) Категория отеля: Адрес: Τσάκι, Бенитсес, 49084, Греция …   Каталог отелей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”