- τσακί
- το / τζακίον, ΝΜ, και τζακί και τ. αρσ. τσακής, ο, Νπτυσσόμενο μαχαιρίδιο, σουγιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, απαντούν και στη Γερμανική τ. Sachs, Sax με σημ. «σουγιάς», από τους οποίους προήλθε το ελλ. τσακί / τζακίον (πρβλ. και τσακίζω, τσακώνω), ενώ είναι πιθ. ότι όλοι οι τ. αυτοί ανάγονται στο λατ. seco «τέμνω, κόβω»].
Dictionary of Greek. 2013.